προεπηγγέλλετο

προεπηγγέλλετο
προεπηγγέλλετο , προεπαγγέλλομαι
aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)
προεπηγγέλλετο , προεπαγγέλλομαι
imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προεπαγγέλλω — Α [ἐπαγγέλλω] 1. προαναγγέλλω κάτι 2. επιδιώκω κάτι προηγουμένως 3. μέσ. προεπαγγέλλομαι υπόσχομαι κάτι εκ τών προτέρων («ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν», ΚΔ) 4. παθ. δίνομαι εκ τών προτέρων ως υπόσχεση («ὡς οὖν τοῡτο τε προεπηγγέλλετο», Δίων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”